Πέμπτη 22 Απριλίου 2010
"Επιχείρηση γαμπρός"
"Πότε θα μας φέρεις ένα καλό παλικάρι... Μεγάλωσες πια δεν είσαι κοριτσάκι!"
Η θεία μου η Ρούλα μου πιπίλιζε τα αυτιά σε κάθε οικογενειακό τραπέζι. Γεροντοκόρη η ίδια φοβόταν μην έχω την ίδια τύχη με εκείνη.
"Κούνα κι εσύ λίγο την ουρά σου. Να είχα τα νιάτα σου μωρέ, θα σφάζονταν στην ποδιά μου..."
"Άσε μας κάτω. Τι νομίζεις ότι είναι η σχέση, άνδρα τον εθέλω, τώρα τον εθέλω κι όταν τον έχω δεν τον θέλω", με υπερασπιζόταν η άλλη μου θεία και αδελφή της, Φούλα, που παντρεύτηκε ή μάλλον "σκλαβώθηκε", όπως συνήθιζε να κλαψουρίζει, πολύ μικρή. "Το κορίτσι πρέπει να ζήσει τη ζωή του, δεν το πήραν δα και τα χρόνια."
Ναι τα χρόνια δεν με είχαν πάρει. Μόλις 31 Μαϊων. Του χρόνου καιγόμουν!
Σχέση όμως δεν είχα. Αιτιολογία η γνωστή. "Στην σύγχρονη εποχή που έχει φωλιάσει η αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους δεν θα δυσκολευόμουν κι εγώ να κάνω μια αξιόλογη γνωριμία;" αναμασούσα για να με αφήσουν ήσυχη.
Η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ήμουν οπαδός του δόγματος "Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, εγώ δεν σοβαρεύομαι", με αρχηγό μας τη Λίτσα Διαμάντη.
Animal party από την εφηβεία μου αρνούμουν να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι θα έπρεπε να γίνω μια Μαίρη Παναγιωταρά και εργαζόμενη γυναίκα και καλή νοικοκυρά και να έχω να ευχαριστήσω και τον πασά.
Εγώ είμαι μια μελισσούλα, ζουμ-ζουμ από εδώ, ζουμ-ζουμ από εκεί, λουλουδάκι δεν άφηνα για να ξεδιψάσω ερωτικά. Και δεν θα έκλεινα τη ζωή μου βάζοντας δερβέναγα στο κεφαλάκι μου από φόβο μην μείνω στο ράφι.
Έχοντας απηυδήσει από την ανοικοκυροσύνη μου οι θείες ανέλαβαν δράση. "Σιγά μην χάσει τη ζωή της όπως την πάτησα εγώ. Έννοια σου και θα την τυλίξω!", μουρμούραγε η γεροντοκόρη θεία στην άλλη.
Αντί για κανάτια, όπως έκανε η θεία από το Σικάγο, κατέφυγαν στο σπορ των προξενιών! Θα έβαζαν σε εφαρμογή το γνωστό σχέδιο, "Επιχείρηση γαμπρός".
Ξαμολήθηκαν σε φίλες και γνωστές τους. Είχαν ανίψια, παιδιά όλοι θα περνούσαν από τη γέφυρα της ομορφιάς, θα διοργάνωναν τα δικά τους καλλιστεία για να βρουν τον ιδανικό για μένα. Με πλάγιο τρόπο θα μου τον πλάσαραν.
Σαν επίδειξη τάπερ οι επίδοξες πεθερές μου, που με γνώριζαν μέσα από τις "θείες" περιγραφές, εξήραν τα πλεονεκτήματα του κανακάρη τους ή του ανιψιού τους... "Έχει και 500 στρέμματα ελιές στον Πύργο της Ηλείας", θα πρόσθετε στις αρετές του η θεία του Κωνσταντίνου το ταίρι της Θείας Ρούλας στην μπιρίμπα.
Το ραντεβού είχε οριστεί. Θα έφερνε το πορτοφόλι που δήθεν τυχαία ξέχασε η θεία μου στο σπίτι τους. Εκεί θα με κέρδιζε με τα προσόντα του. Θα μου πρότεινε να βγούμε για ποτό και εγώ θα υπέκυπτα στη γοητεία του. Αρρενωπότατος. Μελανούρι. Μόλις 29, τον περνούσα κι από πάνω. Εκκολαπτόμενος συγγραφέας. Φάνηκε.
Όλο το βράδυ του είχε καρφωθεί στην κεφάλα του και ούτε με εγχείρηση δεν μπορούσα να του το αφαιρέσω ότι μου κολλούσε το γκαρσόνι. Ο κακομοίρης είχε εντολή από την διεύθυνση να ανανεώνει το νερό σε κάθε τραπέζι που ήταν στην "περιοχή" του. Εγώ γνωστή νεροφίδα καταβρόχθιζα το νερό και παρ' ολίγο να καταπιώ και το ποτήρι κιόλας.
"Τον ξέρεις; Γιατί νομίζω ότι σε κοιτάει.", ξεκίνησε χαλαρά μέχρι να μου αποδείξει περίλαμπρα ότι η φαντασία του κάλπαζε... "Σου κολλάει. Τι λέγατε όσο ήμουν τουαλέτα;"
"Μα Κωνσταντίνε μου, νερό μου έβαλε." για να ξεσπαθώσει και να αποκαλυφθεί ο ζηλιάρης χαρακτήρας του, "Το είδα. Έσκυψε και σε φίλησε".
Με την καληνύχτα του έληξε και η γνωριμία μας. "Αυτός θα μου έβαζε χαλινάρι και παρωπίδες μην κοιτάξω πουθενά αλλού. Να τον χαίρεται η φίλη της. Προτιμώ το ράφι από αυτόν!", είπα και ελάλησα.
Το επόμενο προξενιό είχε στηθεί ήδη. Ο γιος της κυρία Κατερίνας, φίλη των θείων μου από τα θαλασσινά μπάνια. Είχε και Porsche. Την 911 αγωνιστική για να ταιριάζει με τον χαρακτήρα του. Αθλητικός τύπος. Με το ακριβό του κοστούμι, το άρωμα που με κάνει να παραδίδομαι άνευ όρων και το ελαφρύ ψεύδισμα στο σίγμα που τον έκανε πιο γοητευτικό.
Σίγουρα θα είχα αμαρτήσει μαζί του αν τον πετύχαινε σε κανένα club.
Με πήγε σε γνωστό εστιατόριο. Κύριος, να μου ανοίγει την πόρτα και να με κρέμεται από τα χείλη μου. Ανώτατο στέλεχος επιχειρήσεων, κόμπαζε. Λάτρης της ταχύτητας. Αυτό μου το απέδειξε. Με φίλησε στο φανάρι του Λαιμού Βουλιαγμένης πριν καν φτάσουμε στο εστιατόριο. Εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία καθώς πήγα να αλλάξω μουσική στο ραδιόφωνο.
Το άπλωνε το πλοκαμάκι του... Γενικά είχε ροπή στα οστρακοειδή. Βλέπετε τα καβούρια είχαν γίνει μόνιμοι κάτοικοι της τσέπη τους. Αργότερα θα μου ζητούσε τα μισά χρήματα για να πληρώσουμε τον λογαριασμό. Μάλιστα επειδή εγώ ήπια και 3 ποτήρια κρασί παραπάνω, μου είπε αναίσχυντα, "Θα πληρώσεις διπλάσιο μερίδιο!"
"Αποτυχία. Παταγώδη αποτυχία", θα έλεγε στα κρυφά στη θεία μου τη Ρούλα η θεία Φούλα. "Καρατσιγκουναριό το κελεπούρι σου, λίγο έλειψε να του πληρώσει και τη βενζίνη... Στο τσακ τη γλίτωσε το παιδί."
Η "επιχείρηση γαμπρός" είχε αποδειχθεί τζίφος. Είχα βγει με όσα αρσενικά γνώριζαν ή συγγένευαν οι φίλες των θείων μου. Τίποτα αξιόλογο. Τον χιουμορίστα, τον ποιητή - Φαμφάρα, τον μαμάκια, τον "άνδρα τον πολλά βαρύ μην του μιλάτε το πρωί"... και σόι πάει το βασίλειο.
"Αγάπη μου, θέλω να πας αυτή την κρέμα, αντιγηραντική με χαβιάρι πανάκριβη... Ένα σκασμό λεφτά έδωσα. Να την πας στην κυρία Νίτσα, στη Ζήνωνος μένει κοντά στη δουλειά σου. Θέλει να αγοράσει ίδια και δεν ξέρει πώς να τη ζητήσει".
"Καλά, καλά." αποφάνθηκα για την αγγαρεία. Αχ, μόνο αυτές είχα. Από τότε που έχασα τους γονείς μου... Ό,τι ήθελαν με έκαναν!
Οκτώ η ώρα το πρωί να τρέχω σε σπίτια για να δώσω σαν πλασιέ την κρέμα. Αν δηλαδή την πήγαινα το απόγευμα θα διπλασιάζονταν οι ρυτίδες της κυρίας Νίτσας; Γεροντοπαραξενιές.
Αυτά σκεφτόμουν. Τι γνώριμος γδούπος; Ώχ, όχι. Τράκαρα. Χάλια ξεκινούσε η μέρα μου.
Μέσα στο κέντρο, κοντά στο σπίτι της κυρίας Νίτσας μου, Νίτσας μου, ένας βλάκας κάνει μανούβρες για να ξεπαρκάρει από το πάρκινγκ.
"Δεν βλέπεις βρε ζώον; Τι τα έχεις τα μάτια μόνο για να τα βάφεις;"
"Τι είπες βρε ρατσιστικό γουρούνι; Αμέσως μη δείτε μια γυναίκα στο τιμόνι, βγαίνει ο Αλή-Πασάς από μέσα σας... Τυφλέ!", είπα σε αυτό το...το βόδι είναι το ηπιότερο που μπορώ να πω.
"Έχε χάρη που βιάζομαι αλλιώς θα σου έδινα μια σφαλιάρα να δεις τον ουρανό σφοντύλι".
"Θα μας δείρεις κιόλας; Ακούστε κόσμε ο Γιανγκούλας, θα απλώσει χέρι. Να δείρεις τη μάνα σου που δεν σου έμαθε τρόπους. Θα στο κόψω από τη ρίζα."
"Γλωσσού! Φέρε τα στοιχεία σου!", να του πήγαινε να φωνάξει την αστυνομία, γιατί θα του τραβούσα μια μήνυση...
"Αγόρι μου, τι συμβαίνει;", ακούστηκε και η μανούλα του. "Τίποτα μια βλαμμένη έπεσε πάνω μου!", δίνει αναφορά. "Καλά είσαι;", ρωτά η μητέρα. "Μια χαρά είναι ο φαλλοκράτης σας. Να τον χαίρεστε!", είπα και έβαλα μπρος.
Σιγά μην πήγαινα την κρέμα στην κύρια Νίτσα. Με τέτοια σύγχυση θα τα άκουγε εκείνη για τους γείτονές της,
Το απόγευμα μετά την δουλειά και μετά από 49 αναπάντητες της θείας Ρούλας να μου θυμίζει το χρέος μου, στην 50η ήταν η θεία Φούλα. Με παρακαλούσε να πάω την κρέμα... Η φωνή της λογικής συναιρούσε το παράλογο.
Μια κουραστική μέρα έφτανε στο τέλος της. Η τελευταία μου στάση, η κυρία Νίτσα και η κρέμα της.
Παρκάρω με αλάρμ λίγο πιο πέρα από τον τόπο του πρωινού τρακαρίσματος. Μνήμες μου ξυπνούν και νευριάζω. Ανεβαίνω με τα σκαλιά για να ξεθυμάνω. Στην πόρτα η κυρία Νίτσα με την σομόν ρόμπα της και τα ασορτί πασουμάκια της. "Κορίτσι μου σε ευχαριστώ!", λέει και ανοίγει διάπλατα την πόρτα για να περάσω.
"Έλα να σε κεράσω ένα νερό... Μήπως θέλεις βυσσινάδα; Τη φτιάχνω μόνη μου, ξετρελαίνεται ο Terry!" μιλάει, μιλάει...
Η πόρτα ανοίγει. Έχω πλάτη, μόνο ακούω μια ανδρική φωνή να χαιρετά την κυρία Νίτσα. "Έλα να σου γνωρίσω την ανιψιά των φίλων μου, της Ρούλας και της Φούλας". Ο άνδρας σέρνει βαριεστημένα το βήμα του. "Άλλη όρεξη δεν είχα", θα σκεφτόταν, ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να επισκεφθώ την τουαλέτα τους και να φύγω.
"Από εδώ ο γιος μου ο Terry...", συστήνει η κυρία Νίτσα. Μπροστά μου είναι ο φαλλοκράτη που τράκαρα το πρωί. Έχει καταπιεί τη γλώσσα του. "Χαίρω πολύ", ψέλλισε.
"Γιος σας είναι κυρία Νίτσα μου; Να σας ζήσει. Αλήθεια savoir vivre δεν του μάθατε; Ανεπίδεκτος;" είπα η γλωσσού.
Η κυρία Νίτσα πυροσβέστης... "Έτσι είπες στο κορίτσι; Εμπρός απόψε κιόλας θα τη βγάλεις έξω για να εξιλεωθείς!", πρόσταξε.
Με τα χίλια ζόρια βγήκαμε. Οι θείες είχαν αναλάβει το ρόλο του ΟΗΕ για να γεφυρώσουν το χάσμα μας.
Στους τρεις μήνες σχέσης η θεία Ρούλα κοιτούσε περιοδικά με νυφικά. Στους έξι κανόνιζε το γλέντι του γάμου. Η "επιχείρηση γαμπρός" έληξε με επιτυχία.
"Ποιος να μου το έλεγε ότι από τρακάρισμα θα το γλίτωνες το "ράφι"! σταυροκοπιόταν η θεία.