Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

O νηστικός... δείπνος!


Όπου κι αν πάω ακούω γύρω μου σεξ, σεξ, σεξ… Όλος ο κόσμος ασχολείται με το σεξ. Κι εγώ μεσούσης της Σαρακοστής δεν μπορώ να γευτώ τον απαγορευμένο καρπό λόγω… νηστείας.

Κοιτάζω τηλεόραση για να ξεχαστώ. Να σου μπροστά μου ο Κρίστιαν από το Nip-Tuck να φιλάει παθιασμένα μια χειρουργημένη πελάτισσά του για αύξηση στήθους. Ούτε ένα ιατρικό έργο δεν μπορώ να δω. Πάλι το σεξ μπροστά μου!

Τηλεφωνώ στον υπαίτιο της κατάστασής μου. «Στέφανε, εγώ είμαι…» του λέω με λάγνα φωνή για να ερεθίσω το αυτί του, γιατί τίποτα άλλο δεν μπορώ, ούτε καν τη φαντασία του. «Μην μου το κάνεις αυτό, δεν είναι σωστό. Το ξέρεις ότι μου έχει λείψει το κορμάκι σου, αλλά πρέπει να είμαι εγκρατής…».

Εγώ, όμως, απτόητη σαν την Εύα του Παραδείσου συνεχίζω να προκαλώ τον Αδάμ μου, να δαγκώσει το μήλο, «Πες μου τι φοράς; Δεν θα ήθελες να κάνουμε τώρα σεξ, wild sex…». Η Έλλη Κοκκίνου βγαίνει από μέσα μου για να με διακόψει αμέσως, «Πρέπει να σε αφήσω. Γιατί αλλιώς θα έχουμε ζημιές.».

Ακούω τώρα τον συνεχόμενο ήχο του τηλεφώνου. Μου το έκλεισε. Πάλι απέμεινα μόνη με μια σοκολάτα ανά χείρας, το γνωστό υποκατάστατο. Ετοιμάζομαι για γερή επιδρομή στο ψυγείο… Είμαι ανικανοποίητη.



Η βελόνα του μυαλού μου έχει κολλήσει… «Σεξ, Σεξ. Στέφανε Ελα Ξανά. Όλα εκεί καταλήγουν. Σε βλέπω και τρελαίνομαι…», του το στέλνω σε μήνυμα. Τώρα μου απαντά σαν άλλος Αυλωνίτης, «Πνεύμα και Ηθική, Πνεύμα και Ηθική».

Όχι, δεν είμαι νυμφομανής. Ούτε από εκείνες τις γυναίκες που ολημερίς και ολονυχτίς φαντασιώνονται άνδρες να κάνουν έρωτα, να κυλιούνται σαν τα ζώα και να τελειώνουν σαν την Πετρούλα με τον αναστεναγμό πιο Γκιζέλα Ντάλι, όμως!

Λες και διαολίζομαι από τη στιγμή που ο Στέφανος μου ανακοίνωσε ότι φέτος θα νηστέψει τα πάντα… Εγώ νόμιζα τα κλασικά, κρέας, λάδι, άντε και τα γαλακτοκομικά που να έβαζε ο νους μου ότι ο Στέφανος ήθελε να ζήσει 40 μέρες δίχως και το δικό μου κρεατάκι. Αυτό το απαγορευμένο είναι που με τρελαίνει.

Τι τον διαβεβαίωνα ότι δεν θα βάλω λάδι, ότι θα στερηθώ το γάλα καρύδας στο μπάνιο μου για να είμαι νηστίσιμη, κι όμως… Βράχος ηθικής! Συνέχιζε τον ανένδοτο που του είχε αφήσει παρακαταθήκη ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.

Χώρια που πλέον είχα φτάσει να μετρώ μια - μια τις μέρες νηστείας, να πάνω πάρτι περιμένοντας τους τέταρτους χαιρετισμούς και να διαπιστώνω μετά λύπης μου ότι ψέματα την αποκαλούν σαρακοστή… 50 ολόκληρες μέρες διαρκεί, αν βάλουμε και την μεγάλη εβδομάδα!

Αλλά και 50 ολόκληρες νύχτες, 7 εβδομάδες και 1.176 ώρες. Εκεί έφτασα να τις μετρώ και να αναμένω, αναμμένο – αναμμένο σαν κεράκι να περιμένω την Ανάσταση. Που θα ήταν για μένα εις διπλούν φέτος.

Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσα να περιμένω… Τον ήθελα. Διψούσα για τα χάδια και τα φιλιά του. Ανατρίχιαζα μόνο στη σκέψη του. Μιλούσαμε για τον καιρό και εγώ φαντασιωνόμουν με τα μάτια ορθάνοιχτα ότι με έστελνε στον 7ο ουρανό, χωρίς επιστροφή. Του έκανα μασάζ για να τον ξεκουράσω και μου έπιανε στο χέρι γιατί ήταν λέει μακρύ… Η αλήθεια είναι ότι μου ξέφευγε πιο χαμηλά πιο χαμηλά πιο χαμηλά…



«Θα αναστηθεί ποτέ ο δικός σου Λάζαρος;», τον ρωτούσα ναζιάρικα. Για να με αποφύγει πάλι με δικολαβικά κόλπα. «Φτάσαμε στην πηγή… Τον φάγαμε τον γάιδαρο», ήταν τα λόγια παρηγοριάς του. «Κι εγώ που καίγομαι πολύ… Θέλω να νιώσω το φιλί!», του έλεγα απαιτητικά για να τον κάνω να κοκκινίσει και να αναφωνεί «Θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου…». Δηλαδή τι είχα πει; Άντζι στα καλύτερά της τραγουδούσα.

Είχα καταντήσει μια μικρή Σπυριδούλα. Σας κερατάκι είχε φυτρώσει πάνω στο μέτωπό μου ένα σπυρί «να», με το συμπάθειο… Από εκείνα τα εσωτερικά που φουσκώνουν και πονούν. «Είσαι σαν διαβολάκι κυριολεκτικά με αυτό το εξόγκωμα στο μετωπάκι σου», έλεγε ο Στέφανος και μου το πίεζε.



«Εσύ φταις για όλα. Καλός Σαμαρείτης σου λένε μετά. Με βλέπεις και πονώ και δεν περιποιέσαι τις πληγές μου! Πού είναι το καλό σου πνεύμα προς τον συνάνθρωπο;» Τα λόγια μου όχι δεν τον τάραζαν αλλά φούσκωναν τον εγωισμό του και μόνον αυτόν. Δεν φούσκωνε τίποτα άλλο πάνω του, παρά τις παράτολμες προσπάθειές μου. Έβλεπα να πιάνει το τηλεκοντρόλ και νόμιζα ότι πίεζε τα δικά μου κουμπιά. «Ναι, ναι…», χαριεντιζόμουν.

Το μόνο που μου «καθόταν» ήταν το παγωτό στο στομάχι μου. Οι 50 μέρες νηστείας είχαν αυξήσει τα μαγουλάκια μου και είχαν τονώσει τις καμπύλες μου, όσο για την γυναικεία μου φύση… Αυτή είχε ατονήσει για τα καλά. Το μπουμπούκι μου παρέμενε απότιστο!

Η πιο δύσκολη μέρα ήταν η Μεγάλη Παρασκευή. Με διέλυσε η προσμονή. Το πνεύμα κατάνυξης δεν με άγγιζε γιατί εγώ είχα κολλήσει…



Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου… Πρωί – πρωί πήγε να κοινωνήσει ο Στέφανος και εγώ ήδη είχα ξεκινήσει τα beaute μου…

«Ξέρεις σκέπτομαι να περιμένουμε ως αύριο…», ανακοίνωσε δια τηλεφώνου γιατί δια ζώσης θα τον είχα ήδη κατασπαράξει σαν το όρνιο. Άκουγα το λαχάνιασμά του στις σκάλες. «Μην μου το κάνεις αυτό, είναι τιμωρία. Ξέρω δεν ήμουν καλή «πιστή», όμως…» Ήταν μπροστά μου. Σαν άγγελος που ήθελα να τον αποπλανήσω. Και θα το έκανα. Ντυμένη Tίνα Σπάθη, με φωνή ροζ γραμμής και βλέμμα δαιμονισμένης.

«Ήρθε ο Σταυροφόρος σου, άπιστη θα τιμωρηθείς…», μου γέλασε και με σήκωσε στα στιβαρά του χέρια. Καλέ πότε έγινε Σταλόνε ο Στέφανος; Ή μήπως λόγο απελπισίας… τα έβλεπε όλα σαν το γνωστό «ομόρφυνες ή εγώ έχω και καιρό να…»

Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή… Το ποτάμι δεν γύριζε πίσω. Οι αναστάσιμες καμπάνες ηχούσαν στα αυτιά μου. Κι εγώ ψιθύριζα στο αυτί του Παλαιολόγου μου «Η πόλις εάλω…»!