Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009
ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! (1ο Μέρος)
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ: «Η γνωριμία… με τον έρωτα!»
«Μην φύγεις, κάθισε λίγες μέρες ακόμη μαζί μας. Έλα!» με ικέτευε η κολλητή μου να μείνω στο νησί. Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει πάλι και ήθελα να επιστρέψω στο κλεινόν άστυ. Μου έλειπε το καυσαέριο.
«Έχω δουλειά», πιπίλιζα σαν καραμέλα για να αποφύγω την μουρμουροϊκεσία της. Για να επισφραγίσω τα λεγόμενά μου πήγα στο πλησιέστερο πρακτορείο και έβγαλα εισιτήριο.
«Πότε έχει πλοίο για Πειραιά», ρώτησα. Ήμασταν και στην πινέζα του χάρτη, στα Κύθηρα. «Έχει αύριο το βράδυ γύρω στις 10.00», με ενημέρωνε μια χοντρούλα μελαχρινή που χτυπούσε με μίσος το πληκτρολόγιο, ενώ παράλληλα μιλούσε στο τηλέφωνο με τη θεία της τη Γεωργία. Τι πού το ξέρω; Άκουσα που της είπε, «Θεία Γεωργία, θα σε πάρω σε λίγο μπήκε τουρίστας».
Μάλλον για ξένη με είχε περάσει και με καλωσόρισε στην αγγλική, «Hello!», για να απογοητευτεί που δεν της χρησίμευσε το Proficiency που είχε πάρει με ένα «C» να, με το συμπάθιο.
Συνέχισε να τα βάζει με το πληκτρολόγιο λες και αυτό της έφταιγε που καιγόταν σε ένα στενό δωματιάκι με τον ανεμιστήρα να ανακυκλώνει την κάψα του μεσημεριού.
«Καλό ταξίδι», μου ευχήθηκε μόλις εξέδωσε το εισιτήριο. Εκεί μόνο χαμογέλασε, σκέφτηκε πονηρά, "Να κι άλλος που θα καίγεται από αύριο... πάει το καλοκαίρι και για σένα".
Στο αυτοκίνητο είχα δεύτερο γύρο διαπραγματεύσεων και η Πηγή έβαζε όλη της την πειθώ.
Οι συζητήσεις έπεφταν στο κενό. «Δεν μένω, δεν μένω», είχα λάβει την απόφασή μου.
Είχα πολύ ανεβασμένη διάθεση εκείνη την ημέρα. Στην παραλία οι ξαπλώστρες μας περίμεναν. Οι δίπλα στο κύμα για να τσαλαβουτώ το ποδαράκι μου.
Από νωρίς είχαν πάει τα αγόρια της παρέας, ο αδελφός τη Πηγής, ο Στέλιος ή αλλιώς ξερόλας και ο φίλος του ο Λευτέρης. Αυτός ήταν ο αστειούλης της παρέας. Λίγο gay, λίγο έξω καρδιά, λίγο πειραχτήρι.
Η τελευταία μέρα των διακοπών μου ξεκινούσε με ρακέτες, beach volley και γελιοθεραπεία. Κορμάκια, έξω λοιπόν! Χορεύουμε με την μουσική που ακούγεται από τα μεγάφωνα της καντίνας.
Τσαλαβουτάμε στο νερό και κάνουμε τις γοργόνες. Ο Λευτέρης δεν έχει σταματήσει να μας πειράζει.
Στις ρακέτες ως γνωστόν έχανα. Βλέπετε αλλού το μπαλάκι αλλού η απόκρουσή μου. Η Πηγή σε κάθε μπαλιά να πέφτει στην άμμο με τη χάρη της playmate και όλη η παραλία να φωνάζει, «Πέσε, πέσε.» Είχε φανατικό κοινό.
Κάθισα να ξεκουραστώ στην ξαπλωστρίτσα μου. Πάντα δίπλα στον Λευτέρη. Με έκανε να γελάω τόσο πολύ που μας άκουγε όλη η παραλία. «Κοίτα αυτόν, κούκλος δεν είναι; Αχ και να είχα τα νιάτα σου, ανά τέταρτο θα τους άλλαζα.», συμπλήρωνε κάθε σχόλιό του, λες και ήταν 500 ετών. Ήταν μόλις 31 - ακόμη δεν είχε καεί!
«Να, να κοίτα αυτή την παρέα, μίλα τους, μωρή», με σκουντάει και ως δια μαγείας, δεν ξέρω κι εγώ πως, βλέποντάς τους να ψάχνουν μέρος να καθίσουν σε μια ασφυκτικά γεμάτη παραλία, τους υπέδειξα ένα κενό που υπήρχε δίπλα στις ξαπλώστρες μας.
«Εδώ, εδώ», είπα δείχνοντας με το δάχτυλό μου. Τότε ήταν που γύρισε και με κοίταξε εκείνος. Ήθελε να καθίσει κοντά μου. Σαν είδε όμως ότι η παρέα του προτίμησε μια άλλη θέση στον ήλιο, τους ακολουθούσε σχεδόν μηχανικά ενώ δεν σταμάτησε να κοιτάζει προς το μέρος μου.
Προσωπικά δεν πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα. Θεωρώ αδύνατο να ερωτευτείς κάποιον με την πρώτη ματιά. Σίγουρα πρέπει να έχει προηγηθεί γνωριμία. Το υποστηρίζω αυτό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ήταν ψηλός, πολύ ψηλός, νόμιζα ότι άγγιζε τον ουρανό. Είχε ξανθά μαλλιά, λευκό δέρμα και ζουμερά κόκκινα χείλη. Αθλητικός τύπος σίγουρα... βιρτουόζος. Τον έβλεπα από απόσταση να απεκδύεται την μπλούζα του και με μια βουτιά να ξαναβγαίνει στην άλλη άκρη της παραλίας.
«Βούτα κι εσύ, βούτα», έλεγε ο Λευτέρης δανείζοντας τη φωνή του στη σκέψη μου. «Είδες. Μου θέλεις και να φύγεις. Κοίτα τι χάνεις.»
«Χριστέ μου τι κούκλος», επαναλάμβανε η φωνή μέσα μου, ενώ συνέχιζα τις δραστηριότητές μου. Χορεύαμε, γελούσαμε και λιαζόμασταν, όμως η εικόνα του συνεχώς μπροστά μου.
Να σου και το φτωχοζεύγαρο που εμφανιζόταν μπροστά μας στο άκουσμα του κωδικού ονόματος μιας φίλης μας, «Λίζα Καρλάτου».
Δεν προλαβαίναμε να το αρθρώσουμε και ξεπηδούσε μπροστά μας σαν μαγική εικόνα. Αυτός πάντα αμίλητος, η κοπέλα του πάντα λαδωμένη με Carotten. Έμεναν και στη Βούλα, στην ίδια περιοχή με την «Λίζα Καρλάτου». Μήπως την ήξεραν; Μας πέρασε αυτή η σκέψη από το μυαλό. Έτσι κόβαμε τις συζητήσεις για αυτή.
Πιο εκεί τρία κορίτσια λύνουν σταυρόλεξο και ανταλλάσσουν sms. Παραδίπλα η πετσέτα του αγοριού με τον ήλιο στα μαλλιά.
Ο Στέλιος αλλάζει θέση στην ξαπλώστρα, την σέρνει μέσα στη θάλασσα. Τον μιμούμαι. Ξαπλώνω και λύνω το μαγιό μου να μην μου κάνει σημάδι ο ήλιο. Ευτυχώς έτσι όπως είχε καθίσει ο αδελφός της Πηγής είχα θέα προς το ενδιαφέρον μου. Τον απολαύμαβανα να αναδύεται από τη θάλασσα και να κατευθύνεται προς τα πράγματά του.
Έσταζε όλο του το κορμί. Δεν ξάπλωσε αμέσως, αλλά περίμενε οι αχτίδες να του γλείψουν το νερό από το σμιλευμένο του σώμα.
Με κοιτούσε. Ναι ήμουν σίγουρη παρά την μυωπία μου που πολλές φορές δεν με άφηνε να δω ούτε τη μύτη μου.
Ο Λευτέρης με την Πηγή βγάζουν φωτογραφίες. «Πήγαινε να βάλεις αντηλιακό του στολιδένιου. Σε εσένα μιλάω!», με ξυπνάει από την ονειροπόλησή μου. Όχι δεν θα σας πω τι σκεφτόμουν γιατί θα κοκκινίσετε… Ναι αυτό ακριβώς!
Μα τι βλέπουν τα ωραία και μεγάλα, μεγάλα μου μάτια. Ετοιμάζεται να φύγει; Τον χάνω; Έπρεπε να του μιλήσω δεν ήταν δυνατόν να αφήσω να φύγει έτσι το Είδωλο. Αποφάσισα κι εγώ να πιάσω την ευκαιρία από τα μαλλιά. Αν και δεν σαν το κρύβω κάτι έχω ακούσει ότι είναι καραφλή αλλά τελικά αυτή τη φορά είχε πιάσει το DHI, γιατί το αποτέλεσμα μετράει.
Προσπαθώ να είμαι στο πλάνο του. Τον ρωτάω με σήματα «Φεύγεις;» (συνοδευτική κίνηση χεριού) Μου απαντά στην ίδια γλώσσα του σώματος, «Ναι φεύγουμε» (κίνηση κεφαλιού για κατάφαση και χεριού για να δείξει πορεία). «Όχι, δεν παραδίδω τα όπλα τόσο εύκολα».
Η επόμενη κίνηση θα είναι ματ – γιατί ξέρω και από σκάκι. Πάλι με σήματα Mors θα ρωτήσω, «Γιατί; Πέρασε η ώρα;», συνεχίζω ακάθεκτη. Τώρα μου ζητά να επαναλάβω γιατί δεν κατάλαβε, «Τι;».
Συνεννόηση τσιμέντο, μην σας πω μπετόν Αρμέ. Δεν θα βγάζαμε άκρη. Ακόμη βρίσκομαι στην ίδια στάση ξαπλωμένη μπρούμυτα με λυμένο το μαγιό μου. Κάτι λέει με τους δύο φίλους και έρχεται προς το μέρος μου.
Τρέχει στην παραλία για να έρθει κοντά μου, όπως στις ελληνικές ταινίες. Με τον ήλιο στα μαλλιά του. Κάνει τον Ανδρέα Ντούζο στο κορίτσια για φίλημα. Να δεις που σε λίγο θα με ρωτήσει, «Sprechen Sie Deutsches?».
Φτάνει από πάνω μου. Μια σκιά μου κόβει τον ήλιο, «Πέτρος», προτάσσοντάς το χέρι του για χειραψία. «Χάρηκα, Μαρία», θα απαντήσω σαν την Ζωή Λάσκαρη εγώ.
Εκ του σύνεγγυς ήταν ακόμη καλύτερος. Και με μια κίνηση μου κόβει την ανάσα… Βγάζει τα γυαλιά ηλίου και όλο το γαλάζιο του ουρανού και το θαλασσί της θάλασσας με ταξίδεψε μέσα στο βλέμμα του.
Ναι, ήταν ένας επίγειος άγγελος. Από κοντά φάνταζε τόσο ψηλός που το 1,73 που στέκομαι με χαρακτήριζε δίπλα του ως νάνο.
Όλοι από την παρέα είχαν βουβαθεί. Χαμογελούσε και γελούσε ο κόσμος μου. «Πολύ ψηλός είσαι», θα πω για να σπάσω τον πάγο. «Παίζεις μπάσκετ;», για να απαντήσει ο Λευτέρης που θέλει να με βγάλει από την δύσκολη θέση, «Όχι, volley». «Παιδιά, βιολί παίζω!» θα πει, «όταν ξεκλέβω χρόνο από τις επιχειρήσεις μου».
«Έχει και χιούμορ το μωρό», θα προσθέσει στα πλεονεκτήματά του αργότερα το πειραχτήρι.
Στερεότυπη ακολουθώ, «Πότε ήρθες;». «Χθες. Είναι ένας φίλος μου από εδώ και με φιλοξενεί» θα μου πει ο Πέτρος. Τι ωραίο όνομα, τι ωραία μάτια, τι ωραίο χαμόγελο, τι ωραίος γενικά.
«Τι θα κάνετε το βράδυ; Έχει γιορτή κρασιού σε ένα διπλανό χωριό.», τον προσκαλώ λες και πρόκειται για το πάρτι μου. Σας καλώ στην γιορτή μου, με λένε Μητάτα - το χωριό που γίνεται το πανηγύρι.
«Λογικά, θα πάμε κι εμείς». Κολλάω εκεί. Δεν στροφάρει το μυαλό μου. Θέλω να τον δω. Σαν από μηχανής θεός η Πηγή θα με φτάσει στην πηγή, «Ανταλλάξτε τηλέφωνα για να συναντηθείτε».
Το βράδυ εκείνο θα ανατρεπόταν η ζωή μου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...