Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ! (2ο Μέρος)




ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: «Η ανατροπή …»

Ποτέ δεν πίστευα πώς θα ήμουν ένα από τα θύματα του θανατηφόρου έρωτα. Ρίχνει μια με το βέλος του κατευθείαν στην καρδιά! Love for the first sight… Neah!

Δεν ήθελα να ενθουσιάζομαι από μια χειραψία. Δεν τον ήξερα καν. Έτσι ξαφνικά έκανε κλικ το μυαλό μου και έβαλα το θέμα Πέτρος στο ψυγείο, σαν τον Γουόλ Ντίσνεϊ που ζήτησε να τον καταψύξουν.

Ο Λευτέρης είχε χαρεί περισσότερο από εμένα. «Επιτέλους ένα στολιδάκι, όχι σαν…» υπονοώντας τον αγιάτρευτο έρωτά μου που με στοίχειωνε ακόμη. «Τερατάκι», ήθελε να πει.

Είχα την μορφή του ακόμη στα μάτια μου. Το γαλάζιο των ματιών του. Μήπως ήταν όντως άγγελος κι όλα αυτά τα είχα ονειρευτεί; Και καλά εγώ, κεραυνοβολήθηκα, όμως οι υπόλοιποι, αγγελοκρούστηκαν μαζί μου;

Ήταν γεγονός! Μου το επιβεβαίωνε η Πηγή που με ρωτούσε διαρκώς τι πρόκειται να φορέσω στην γιορτή μου. Όχι, δεν ήταν Δεκαπενταύγουστος απλώς θα γιόρταζα τον έρωτα μετά από τα πέτρινα χρόνια.

Τα χρόνια που είχα φυλακίσει τον εαυτό μου για χάρη του, Τερατουλινιού, όπως θα έλεγε και το πειραχτήρι. Η ζωή μου χαμογελούσε ξανά μέσω του Πέτρου.

«Ας μην ενθουσιάζομαι», επαναλάμβανα στον εαυτό μου. Το υπόλοιπο της μέρας κύλησε νερό. Επίσκεψη σε τοπική εκκλησία για να μας διαβάσει μια ευχή ο ιερέας της. Εκεί με καταραστηκε μια νεοκόρισσα "από τις ρίζες των μαλλιών μου, από τις ρίζες των 20 νυχίων μου κλπ" να μου φέρει γρουσουζιά ένα πολύχρωμο, παράξενο κολοκυθάκι που έκοψα.

Αψήφησα τα λεγόμενά της. «Δοξασίες και προλήψεις», είπα. Στη συνέχεια το πρόγραμμα είχε φαγητό και γλυκό με τον σκύλο της παρέας του διπλανού τραπεζιού που τον έλεγαν «Μπιμπ».

Είχαμε μπει στην τελική ευθεία. Ο καλοκαιρινός έρωτας με είχε χτυπήσει με το βέλος του.

Πράγμα σπάνιο για μένα ετοιμάστηκα γρήγορα. «Αυτά θα βάλεις;», με ρώτησε με ύφος αποδοκιμαστικό η Πηγή. «Ναι, γιατί;», ρώτησα. «Δεν μου αρέσεις», είπε ξερά.

Δεν ήταν το τυχερό του, να το βάλω το ασημένιο φόρεμα εκείνο το καλοκαίρι. Ένα πλεκτό Missoni. Αυτό μου είπε και η Πηγή, «Μισόνι να το βάλεις.»

Η βαλίτσα μου έχει το ρόλο της κολοκύθας στο παραμύθι της Σταχτοπούτας… Ξεπηδά ένα μαύρο φόρεμα κατάλληλο να με ξελασπώσει από κάθε δύσκολη περίσταση. Τα χρυσά σανδάλια μου, φτερωτά για να πετάξω γρήγορα κοντά του. Τι τσοκαρίες θα ήμασταν άλλωστε;

Γύρω στις 11.00 ξεκινήσαμε για Μητάτα. Αργήσαμε λίγο, φυσικά για να κάνω εντύπωση, dear! Και το πέτυχα. Όλη η ομάδα ενωμένη γίναμε ένα με τον κόσμο που διασκέδαζε χορεύοντας «Μαρίνα – Μαρίνα – Μαρίνα, το μέλλον μου μπάζει νερά.» Προοικονομούσε κάτι;

Πρώτη φορά στα χρονικα σε μια γιορτή κρασιού ακούγονταν ιταλικά τραγούδια αντί των γνωστών δημοτικών ασμάτων. Ο δήμαρχος των Κυθήρων είχε φέρει ευρωπαϊκό αέρα. Μήπως ήταν ο Δάκης επίτιμος δημότης του νησιού.

Όλα κι όλα μπορεί να ήταν άγονη γραμμή, να μην είχαν ακτοπλοΐα, αλλά η μουσική ταξίδευε με ταχύτητα φωτός σε αυτούς.

Πραγματικά σαν σενάριο ταινίας η γνωριμίας μας. Αχ, να ο Λάκης Κομνηνός και η Έλενα Ναθαναήλ... ο Τζαννετάκος τι δουλειά έχει εδώ; Είχαμε πει ραντεβού στην είσοδο. Κόσμος πολύς πηγαινοερχόταν, συνωστισμός και ο Πέτρος άφαντος.

Σε όλη τη διαδρομή ο Λευτέρης μου έλεγε, «Αχ, τι καλά θα προστεθεί κι άλλος στην παρέα μας».
Μα για σταθείτε. Πόσο χρονών ήταν ο ξανθός μου άγγελος. Αυτό δεν το είχα διευκρινίσει... Λέτε να με πήγαιναν μέσα για αποπλάνηση ανηλίκου; Αυτή θα ήταν η πρώτη ερώτησή μου.

Ψάχνω με τα μάτια μου. Δυο μέτρα ήταν θα ξεχώριζε. Στην ανυπομονησία μου έδωσε τέλος ο χτύπος του κινητού μου. Έμοιαζε πολύ με τον χτύπο της καρδιάς μου, έτοιμη να σπάσει.

Πέτρος: Μαράκι, πού είσαι;
Μαρία: Είμαι κοντά στη είσοδο, όπως είπαμε.
Πέτρος: Δεν σε βλέπω, πού είσαι;
Μαρία: Ακριβώς μπροστά σου, λέω και με ένα σάλτο βρίσκομαι μπροστά στον θεό. Είμαι έτοιμη να τον προσκυνήσω.

Η πρώτη μου κουβέντα «Πόσο χρονών είσαι;». Από τα μούτρα τον πήρα. Απαντά με ερώτηση, «Πόσο με κάνεις;» Τώρα αν σου πω ότι σε κάνω γύρω στα 19, μόλις έχεις τελειώσει το σχολείο και κάνεις τις πρώτες διακοπές μόνος σου… Θα εκπλαγώ αν μου το αρνηθείς.

Φαίνεται για γιος μου. Και είμαι μόλις ... (γκουχου, γκουχου, ποτέ δεν ρωτούν μια κυρία την ηλικία της).

«Έκανε καλή δουλειά ο πλαστικό μου, έπιασε το Botox..» απαντά σε όσα σκέφτομαι. Όλο αυτό το διάστημα ο Λευτέρης μας φωτογραφίζει για να πει αργότερα, «Έχει μαγέψει τον φακό της μηχανής μου, δεν φταίω εγώ.»

Συνεχίζουμε την ανάκριση τρίτου βαθμού. Οικονομολόγος με μεταπτυχιακό στη Γαλλία. Μεταφράζει βιβλία στον ελεύθερο χρόνο του. Λαμβάνει μέρος και σε θεατρικά δρώμενα. (Πάνε τα τσοκαράκια... στραβοπάτησαν ή την πάτησαν εκείνη την ώρα;)

Τι μάννα εξ ουρανού ήταν αυτό μάνα μου; Άξια, άξια! Φώναζε τώρα το ενθουσιασμένο πλήθος. Σταμάτησαν να χορεύουν και τραγουδούσαν, η χορωδία Κυθληρων με τενόρο το δήμαρχο, «Την βρήκες την καινούρια αγάπη μες το μήνα. Είχε δίκιο η αστρολόγος η Μαρίνα, Μαρίνα, Μαρίνα…»

Περάσαμε στις πιο πεζές ερωτήσεις, «Πού μένεις;», «Από πού είσαι;» κλπ., κλπ.

Κεραμίδα στο κεφάλι μου, Αουτς με πόνεσε… Καταγωγή από μακεδονοτσόκαρο μεριά… Όχι, όχι, όχι δεν ήταν δυνατόν. Εγώ από Σερραίο θα πάω το έχει το κάρμα μου. Έτσι αποδεικνύεται από το φινάλε.

Ο Στέλιος ξαφνικά μίλησε, «Πόσο θα καθίσεις;», υποπτεύομαι ότι είχε συνεννοηθεί με τα παιδιά. «Μέχρι τις 14 Αυγούστου», στρέφεται προς το μέρος μου, «Εσύ πότε θα φύγεις;»
Είναι ερώτηση παγίδα, μην απαντήσεις, μην απαντήσεις, με συμβούλευε ο εαυτός μου. Ο λόγος πάλι στον Λευτέρη, «Ωραία θα φύγετε μαζί...»
Τώρα πότε τα είπατε πότε τα κανονίσατε ένας Θεός το ξέρει.

«Πάμε τώρα να σου συστήσω τους δικούς μου φίλους» μου λέει και με πιάνει από το χέρι. Ηλεκτρικό ρεύμα με διαπέρασε. Ανταριάστηκα. Σεισμός, σεισμός ηλεκτρικός, με καίει κεραυνός και χάνομαι μαζί του.

Μέσα σε λίγα λεπτά έχουμε απομακρυνθεί από όλους. Η αμηχανία μου μεγάλη, έχω τρακ, τρακ, τρακ. Εκείνος με τις χερούκλες του με πιάνει από τη μέση. Με παίρνει παράμερα. Στα μάτια του καθρεπτίζεται το είδωλό μου. Τον έχω ερωτευτεί...

Η άπιστη λυγίζει μπροστά στο θαύμα του κεραυνοβόλου έρωτα! Έντονος, ατίθασος, εγωιστής, ένα αμάλγαμα των δυο μας.

Η συζήτηση τώρα περί ανέμων που ζάλιζαν τα μαλλιά μου και υδάτων καθώς κοιτάζουμε το φεγγάρι που φωτίζει την φουσκωμένη θάλασσα. Ο παφλασμός της θυμίζει το πρώτο μας φιλί.

Το χαμόγελό του αποκαλύπτει τα κοφτερά λευκά του δόντια... «Ουά ου», αναφώνησε. Το βρήκα τόσο αυθόρμητο και τόσο παιδικό. Που το μόνο που ήθελα ήταν να ξαναενώσουμε τα χείλη μας. Αυτό το φιλί θάνατος κι ανάσταση, αυτό το φιλί ειρήνη κι επανάσταση…

Ορθώνεται μπροστά μου. Στέκεται στο 1,93 και με κοιτά αφ' υψηλού «Πού είναι το εξόγκωμα από το βιολί», θα συμπληρώσω μόνο και μόνο για να μην αφήσω να χωθεί ανάμεσά μας η σιωπή
Σαν τους τυφλούς που ψηλαφίζουν τον κόσμο, έτσι κι εγώ τον άγγιζα. Το απαλό του δέρμα, τα χείλη του, τα μάτια του λαμπίριζαν στο σκοτάδι.

Είχε μια ψύχρα που με έκανα να τρέμω αν και τα μάγουλά μου ήταν κατακόκκινα από την έξαψη της επαφής… με τον Θεό.

«Κρυώνεις;», θα μου πει. Και με μια μεγαλειώδη κίνηση βγάζει το μπουφάν του και μου το δίνει. Μα τι κάνει ο Ρωμαίος; «Αν και δεν είμαι ρομαντικός...» θα προσθέσει.

Το άρωμά του πότιζε το κορμί μου. Με κρατούσε τώρα σφιχτά. Τα έλεγε όλα η σιωπή... Κι αν κάποτε μιλούσαμε αναφτεριάζει στο πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά...

"Τι λες για μια βόλτα στα άστρα;" Με σήκωσε στον αέρα. Κι εγώ ήθελα να ξεκρεμάσω ένα αστέρι και να του το δώσω. Τα αστραφτερά του δόντια ξεμύτιζαν πάλι για να μου πει με εκείνο το φαρδύ πλατύ του χαμόγελο, «Άγγελέ μου...»

Ζούσα τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου στο ωραιότερο νησί του κόσμου… Ως τότε!

Εν τω μεταξύ σε ένα τραπέζι κοντά στην πίστα ο Λευτέρης, ο ξερόλας και η Πηγή μας έκαναν ήδη τη λίστα γάμου. Είχαν πάει μακριά τη βαλίτσα.

Η αλήθεια ήταν ότι μου άρεσε πολύ, πολύ, πολύ. I was so excited...

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...