Και τώρα η συνέχεια…
Οι τυχαίες συναντήσεις στο παρκάκι και στο ασανσέρ της πολυκατοικίας σταμάτησαν. Χωρίς να πούμε τίποτα ο ένας στον άλλον. Ο παρ’ ολίγον Ρούντολφ μου, το μωράκι μου, είχε αρχίσει να γράφει το βιβλίο του και ομολογουμένως ήταν αρκετά καλό. Ο καλλιτεχνικός οίστρος τον είχε τσιμπήσει…
Εγώ πολλή δουλειά. Αλλά όποτε μπορούσαμε κάναμε προσπάθειες να αναθερμανθεί η σχέση μας.
Ναι, συγχωρήστε με. Είχα σφάλει. Δεν έπρεπε να λερώσω το στεφάνι μου. Ούτε καν να το προσπαθήσω. Κόντευα να ξεχάσω το πρόσωπο του Πέτρου. Άφαντος. Μέχρι που…
Κάποιο μεσημέρι, επιστρέφοντας άξαφνα από τη δουλειά για να πάρω κάτι σημειώσεις που είχα ξεχάσει τον αντίκρισα στο γνωστό ασανσέρ.
Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Λέξη από το χείλη μας δεν βγαίνει. Τα κορμιά μας τα διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα 220 volt και παίρνουν φωτιά. Η επιθυμία μου; Nα εκτοξευτώ μέχρι τον 3ο , ενώ μετανιώνω που δεν έχω πάει με τις σκάλες. «Πάλι βάζω σε κίνδυνο το στεφάνι μου», σκέφτεται εκείνος!
Μεταξύ δευτέρου και τρίτου έχουμε ήδη ανταλλάξει ένα παθιασμένο γαλλικό φιλί. Ούτε κουβέντα. Τα είπε όλα η σιωπή.
Ανοίγω βιαστική την πόρτα του ασανσέρ. «Τι συμβαίνει;», ρωτά ο θαυμαστής του Φίλιπ Ροθ. Τι να σου εξηγήσω; Ότι είδα τον παρ’ ολίγον εραστή μου και έτοιμη ήμουν να σου βάλω το κέρατο… Αλλά πάλι τυχερούλη τη γλίτωσες; Να ανάψεις κανένα κεράκι. Μόνο απάντησα, «Όλα καλά. Ξέχασα κάτι σημειώσεις…»
Είχε ήδη πέσει με τα μούτρα στο βιβλίο του. Ευτυχώς μεθαύριο που είχαμε επέτειο θα βγαίναμε. Θα την γιορτάζαμε όπως παλιά.
Τι πήγα να κάνω στον χρυσό μου, που όλα μου τα φέρνει στο χέρι. Μέχρι και φρυγανιά με μερέντα το πρωί. Όχι σαν τον «παντρεμένο» που φοβάται το «Νινί» του, την αφέντρα!
Αυτά έλεγα στον εαυτό μου για να τον σιχαθώ. Και είχα αρχίσει να με πείθω, αλλά η Βίσση από τα μεγάφωνα του ασανσέρ είχε αντίθετη άποψη, «Προσπαθώ να σε ξεχάσω, όμως μάταια, μάταια τίποτα δεν γίνεται…»
Δουλειά, σπίτι, σπίτι, δουλειά. Το μωράκι μου, που είχε ξαναγίνει το κέντρο του ερωτικού μου σύμπαντος, να μου αφηγείται το νέο του μυθιστόρημα, «Μια κοινωνία, 1000 κραυγές». Κι εγώ ήθελα να ενωθώ μαζί με τις χίλιες κραυγές και να γίνω μία ακόμη, με αυτά που ζούσα.
Σάββατο 21 Απριλίου. Σαν σήμερα πριν οκτώ χρόνια έκανα τη δική μου επανάσταση. Οχι με τανκ, αλλά με λιμο - πληρωμένη από τον μπαμπα, γιατί αν περίμενα από τον συγγραφέα... Ετοιμαζόμουν να ανέβω τα σκαλιά της εκκλησίας με τον άνδρα της ζωής μου, την μοναδική μου αγάπη, τον Ρούντολφ μου – του έμεινε το παρατσούκλι, έστω κι αν δεν τον κεράτωσα. Θα τα γιορτάζαμε δεόντως, είχαμε ξεπεράσει τα «7 χρόνια φαγούρας».
Μου είχε ετοιμάσει μια έκπληξη. Ευχόμουν να μην πηγαίναμε πάλι στον «Ιανό» για να ακούσουμε τα άπαντα του Φίλιπ Ροθ. Φέτος ήθελα καλό εστιατόριο, κεριά, ρομαντικό δείπνο και οστρακοειδή που είναι και αφροδισιακά. Εξάλλου εγώ πλήρωνα! Γιατί αν περίμενα από την «Μια κοινωνία, 1000 κραυγές», με λακέρδα και ρέγγα στο λαδόχαρτο θα την έβγαζα.
Αναμένουμε το ασανσέρ… Ανοίγει την κοιλιά του το κήτος με την μουσική και μας υποδέχεται. Δυστυχώς μας τράβηξε εκεί που δεν έπρεπε, στον 5ο όροφο. Στου «παντρεμένου» με το Νινί – αφέντρα, την κ. Κοκοβίκου.
Εγώ κολλημένη πάνω στην αγάπη μου σαν ερωτευμένα μαθητούδια. Εκείνοι με την βέρα στο δεξί! Αυτός επίσημο ένδυμα και το άρωμα που με έκανε να θέλω να του δαγκώσω το λαιμό.. Η madam Κοκοβίκου με φόρεμα κοκτέιλ, πέρλες στο λαιμό, με κότσο σινιόν και μια τσαντάρα Gucci που χωρούσα εγώ και η Λούσι μου μαζί.
Ξεκίνησαν οι κύριοι. «Θα βγείτε;», ρωτά ο αντίζηλος. «Ναι, έχουμε επέτειο σήμερα», πρόσθεσε ο δικός μου, «Της έχω ετοιμάσει μια έκπληξη». Τον σκουντάω, δεν χρειάζεται να δώσει λεπτομέρειες. Ο «παντρεμένος» μας ενημέρωσε ότι θα την πάει στο Μέγαρο, έχουν εισιτήρια για την Καμεράτα. Ανάθεμα κι αν ήξερε η αφέντρα από Καμεράτα και λυρική. Έτσι για το θεαθήναι πήγαινε και για να επιδείξει την Gu(μου)cci-άρα της.
Ο Ρούντολφ να γλυκοκοιτάζει την κυρία με τον σιονόν κότσο. Εμένα να με γδύνει το «σκαναριστό» βλέμμα του Πέτρου και γενικά «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα».
Και θα γινόμασταν ωραιότερη ατμόσφαιρα από τη στιγμή που κόλλησε το ασανσέρ. Κι ύστερα σου λένε καινούρια τεχνολογία, λειτουργεί με νερό. Χώρια που πληρώνουμε στα κοινόχρηστα την αξία της μισής τσάντας της συζύγου του «παντρεμένου».
Μόνο η μουσική δεν σταματούσε… Είχαμε τον Πανταζή, να κάνει συστάσεις, «Από εδώ η γυναίκα μου κι από εδώ το αίσθημα μου» για να πάρει την σκυτάλη ο Μακρόπουλος με ερωτήματα του τύπου, «Ύποπτο το αίσθημά σου, ύποπτο; Πάντα ήθελες να το έχει δίπορτο;»
Να χτυπάω την πόρτα. Να πιέζουμε το κουδούνι, να έχουμε και την αφέντρα να μας έχει πρήξει, «Νινί, λιποθυμώ, νινί. Έχω κλειστοφοβία, νινί.» Και ο Ρούντολφ, θέλετε από συμπαράσταση στην ταρανδούλα να την καθησυχάζει. «Ηρεμήστε, σε λίγο θα μας βγάλουν… Πάρτε μια βαθιά ανάσα» και εκείνη με μελιστάλακτο ύφος, «Ναι, ε; Με ηρεμείτε δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο. Ούτε η γιόγκα δεν μου κάνει τόσο καλό».
Η κουφή γριούλα του 2ου δεν θα έπαιρνε είδηση. Τα κοκαλάκια μας θα έβρισκε ο Indiana Jones του μέλλοντός μας. Όσο για το ζευγάρι του πιλότου και της αεροσυνοδού, του 4ου , έλειπαν Βρυξέλλες. Ο ένοικος του πρώτου θα είχε βγει από νωρίς στο Villa… Αυτό ήταν, ήμασταν έρμαια της τύχης μας.
Εγώ με τον παντρεμένο Πέτρο, όσο τα ταίρια μας έκαναν τεχνικές ανώδυνου «ασανσέρ», αναπαριστούσαμε τη διαφήμιση ψάχνοντας σήμα στο κινητό. «Μέσα σε λίγα τετραγωνικά…», όπως ακουγόταν τώρα ο Πλούταρχος.
Ιδρώναμε, ξεϊδρώναμε. Κανείς για να μας απεγκλωβίσει. Παίρνει το λόγο ο Πέτρος. Σαν το τραγούδι του Βοσκόπουλου, «οι άνδρες δεν μιλούν πολύ, το δείχνουν με πράξεις». «Από αύριο θα μαζέψουμε υπογραφές για να ξηλώσουμε τα ηχεία του ραδιοφώνου από το ασανσέρ… Δεν πάει άλλο!», ελάλησε ο «παντρεμένος». Τουλάχιστον είχε τελειώσει ο Μπιθικωτσής…
Έτσι ξαφνικά, όπως σταμάτησε, έτσι ξεκίνησε το βρωμοασανσέρ… Είχαν περάσει όμως δύο ώρες. Τι να το κάνω; Πάει και η επέτειος, πάει και η έκπληξη, πάει και η Καμεράτα, πάνε όλα.
Πάλι ο εκκολαπτόμενος Φίλιπ Ροθ αμόλυσε την κοτσάνα του. «Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν έρχεστε σπίτι να φτιάξω κάτι να φάμε;». «Ναι, ωραία ιδέα, γιατί αυτή η κλειστοφοβία μου έφερε μια πείνα. Ε, νινί; Εσύ δεν πεινάς;» Κατακόκκινος ο κύριος Νινί γούρλωσε τα μάτια και σήκωσε τους ώμους συγκαταβατικά.
Εκείνο το βράδυ ένας θεός ξέρει πως πέρασε. Με υπομονή, γιόγκα, που κάνει και η κ. Κοκοβίκου και πολύ κρασί. Κι όλο να τον βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας να… τον θυμάμαι στην μία και μοναδική απόπειρα κερατώματος.
Τα ταίρια μας είχαν ταιριάξει… Ποιητής φαμφάρας, ο δικός μου και εκείνη ξιπασμένη ψευτοκουλτουριάρα να ανταλλάσουν απόψεις για ποιήματα του Καβάφη. «Οι βάρβαροι ήταν μια κάποια λύσις», όπως σοφά είχε γράψει ο ποιητής. Λες και προικονομούσε την ανάλυση του Ρούντολφ και της αφέντρας.
Φεύγοντας οι παντρεμένοι του 5ου προτίμησαν τις σκάλες. Για να γλιτώσουμε το μουσικό σχόλιο του ασανσέρ. Εγώ και ο Πέτρος συναντηθήκαμε ξανά την Δευτέρα στο άτυπο ραντεβού μας καθώς πηγαίναμε για δουλειά.
Και ο καιρός περνούσε. Μόνο τα βλέμματα πρόδιδαν ότι υπήρξε ανάμεσά μας ένα φλερτ, ένα κόρτε και τίποτα παραπάνω. Βρυχήθηκε, βέβαια, το τέρας με νερό που αντί να μας μεταφέρει από όροφο σε όροφο σχολίαζε ειρωνικά τη ζωή μας. «Παντρεμένοι και οι δύο γύρνα σε παρακαλώ…», μουσικό άσμα λαϊκό με την τσίμπλα στο μάτι. Απλά έριχνε λάδι στα αισθήματά μας.
Εγώ με τον παντρεμένο διακόψαμε κάθε είδους σχέση, ακόμη και διπλωματικές. Μόνο μια υπογραφή έβαλα σαν ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος για να ξελαρυγγιάσουν το ενοχλητικό μουσικό κουτί του ασανσέρ.
Πείτε μου, όμως, εσείς σαν γυναίκες. Δεν θα σκεφτόσασταν να δώσετε μια ακόμη ευκαιρία σε αυτόν τον έρωτα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια μεγάλη αγάπη; Απλά την αφήναμε να φύγει. «Σαν χελιδονάκι μέσα στα χέρια… ήμουν αγέννητη ως τα χθες», θα προσέθετε το ασανσέρ.
Αχ, τελικά παιχνίδια που μας παίζει η ζωή. Από πρωταγωνιστές γινόμαστε κομπάσοι. Μεσημέρι. Σπάνια επέστρεφα σπίτι, αλλά η γρίπη με έχει καταρρακώσει. Ή μήπως το ανικανοποίητο στη ζωή μου; «Sex, wild sex...σε βλέπω και τρελλαίνομαι… sex, wild sex!», η μουσική υπόκρουση καθώς έκλεινε η πόρτα του ασανσέρ και άνοιγα την πόρτα του σπιτιού μου…
Η κυρία Κοκοβίκου, σύζυγος του «παντρεμένου» Πέτρου, να ιππεύει καταμεσής του σαλονιού μου, πάνω στο χαλί που ΕΓΩ είχα πληρώσει τον «δούρειο ίππο» του Ρούντολφ. Η Λούσι μου, ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της παρανομίας τους, στο μπαλκόνι τιμωρία.
«Βρε αχαΐρευτε, που μου το έλεγε η μανούλα μου να μην σε πάρω. Ζώο όρθιο που πλήρωσα το βιβλίο σου για να μην σε πολτοποιήσουν, μου το παίζεις και γαμπρός; Και με πια με την άχρηστη γυναίκα του από πάνω μας που δεν είναι άξιος ούτε να την απατήσει;» Αυτά ήθελα να εκτοξεύσει το στοματάκι μου, αλλά πάλι η κυρία νίκησε την κατίνα μέσα μου.
Έκλεισα την πόρτα βαριά πίσω μου, στη ζωή μου. Μια γυναίκα φεύγει. Μια σωστή κυρία… Το μόνο που είπα πριν ήταν, «Να τη χαίρεσαι».
Στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας συναντώ τον μέχρι πρότινος παράνομο δεσμό μου. Αλλά τελικά εμείς αποδειχθήκαμε όχι απλώς θύματα, αλλά τεράστια κορόιδα σε αυτή την ιστορία!
Ο «παντρεμένος» ξεκίνησε να μιλά για το λάθος μας που αφήσαμε μια αγάπη να χαθεί. Μια αγάπη… «προδομένη από τους συζύγους μας», του συμπληρώνω. Αποσβολώθηκε. «Ούτε για ένα κέρατο δεν ήμασταν ικανοί. Μα την έφεραν», το είπα.
Το ασανσέρ - Νότης Σφακιανάκης τραγουδούσε πάλι, «Πιο ξένοι κι από τους ξένους θα γίνεις… στο δρόμο αν με δεις θα κρυφτείς!»
Ο «παντρεμένος και κερατωμένος» Πέτρος ούρλιαξε θυμωμένα, «Θα τα σπάσω, θα τα σπάσω». Κατέβηκε σφαίρα τα σκαλιά προς το λεβητοστάσιο. Φοβήθηκα ότι θα γίνει κάποιο φονικό… Έτρεξα ξοπίσω του για να σώσω ότι σώζεται.
Πιάνει τα μεγάφωνα του ασανσέρ και τα πετάει με δύναμη στο πάτωμα. Πατάει πάνω τους, λες και αυτά έφταιγαν για την κατάντια μας. Βραχνιασμένα πια απαντούν με κοροϊδευτικό ύφος, «Πάρε τηλέφωνο τον κερατά, καλύτερα τώρα παρά μετά!»