Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΒΕΡΑ ΣΤΟ ΔΕΞΙ…

Η αρχή...


Είμαι κρυμμένη πίσω από τον θάμνο στο παρκάκι της γειτονιάς μου. Με τα μαύρα τεράστια γυαλιά μου και το μικρό μου τσιουάουα για κάλυψη.

Εκείνος με τη γυναίκα του. Φαίνεται είχαν πάει για ψώνια γιατί δεν τον βλέπω όπως είναι χωμένος πίσω από τις σακκούλες. Ακούγεται το κινητό του. «Άντε ακόμη να το σηκώσεις;», τον προστάζει η αφέντρα.

«Έλα, εγώ είμαι», λέω χαμηλόφωνα, «πότε θα έρθεις; Έχω ξεροσταλιάσει και ο άνδρας μου με έχει πάρει τέσσερις φορές μήπως χάθηκε η Λούσι…». «Ποια; Δεν σας ακούω καλά κύριε Γενικέ», το γνωστό σύνθημα. «Το σκυλί μας. Το έπιασα το σήμα. Πάρε με.»

Ακούω τη φωνή του καθώς χάνεται μέσα από τα βουητά του δρόμου να δικαιολογείται στην γυναίκα του. «Ο κύριος Γενικός ήταν. Απόψε μάλλον θα μας βγάλει έξω τα στελέχη της εταιρείας για να συζητήσουμε για το θέμα της… της… πες το» για να τον διακόψει απότομα η κυρία Κοκοβίκου, «Να σου πω φουα γκρα πήραμε; Γιατί δεν θέλω να λέει πάλι η βλάχα ότι… Συγγνώμη, μου έλεγες κάτι;».

Βιάζεστε να με χαρακτηρίσετε. Πού είναι η γυναικεία σας αλληλεγγύη; Το ξέρω είμαι αλλουνού είναι αλληνής, αλλά τι κι αν έχει βέρα – τι κι αν την φορώ κι εγώ μασίφ πλατίνα - τον σκέφτομαι όλη μέρα… Αγαπάω σαν παιδί αγαπάω και ώρες δύσκολες περνάω.

Αν δεν με καταλαβαίνετε εσείς, γυναίκες μου, ποιος θα με καταλάβει. Ένα σφάλμα έκανα, γιατί πρέπει να με δικάσετε; Ο έρωτας είναι τυφλός. Η αγάπη έρχεται μια φορά, αλλά μήπως έρχεται και δύο και τρεις και χίλιες δεκατρείς; Όχι, δεν θέλω να σας βάλω φιτιλιές να κάνετε το ίδιο, ούτε μου αρέσει που ο άνδρας μου, το μωράκι μου, το φως μου και η αγάπη μου έχει γίνει ο Ρούντολφ το ελαφάκι.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Είναι η ώρα 8 το πρωί. Βγαίνω από την πόρτα του διαμερίσματος και σχεδόν ντύνομαι στο διάδρομο. Το ασανσέρ σταματάει, αλλά δεν θα είμαι μόνη μέσα. Ο σύζυγος, ο Ρούντολφ, μου βάζει στο στόμα μια φρυγανιά έτσι για να μην φύγω με άδειο το στομαχάκι μου. Ο χρυσός μου όλα μου τα παρέχει!

Μέσα στο ασανσέρ συναντάω τον Πέτρο, τον «παντρεμένο» του 5ου ορόφου. «Καλημέρα», λέω με το στόμα γεμάτο. «Καλή όρεξη», λέει ο άνθρωπος σε μια γουρούνα πασαλειμμένη με μερέντα στη μύτη. Κάνω ένα νεύμα συγκαταβατικό. Λόγια του ασανσέρ…

Την επόμενη μέρα το ίδιο σκηνικό. Μόνο που η μερέντα έλειπε από την μύτη μου. «Καλημέρα, σήμερα δεν έχει φρυγανίτσα;» έτοιμη είμαι να του πω κανένα βαρύ, γιατί εγώ όλα τα ανέχομαι εκτός από την ειρωνεία. «Όχι.», σκέτο νέτο, και υπονοούσε αντί για καλημέρα την κακή του και την ψυχρή του.

Ξημέρωσε ο Θεός την ίδια μέρα, για μια εβδομάδα, για δεκαπέντε μέρες… Σαν να ζούσα την ημέρα της μαρμότας. Καμία διαφορά. Τυποποιημένα λόγια σε ένα άτυπο ραντεβού. Μόνο τα βλέμματα μιλούσαν και η μουσική του ασανσέρ που συνωμοτούσε σε βάρος μας, «Στο ασανσέρ που συναντιόμαστε, φανταζόμαστε να συμβαίνουν τα πιο τρελά…»

Την δέκατη έκτη μέρα έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του στην προκειμένη περίπτωση η σκύλα μου η Λούσι. Την πήγα στο πάρκο. Είχα τσακωθεί άγρια με τον Ρούντολφ μου. Αιτία η καταστροφή την παρουσίασής μου. Εργασία μηνών. Κατανάλωση φαιάς ουσίας και απόσταγμα του ταλέντου μου, όλα εκεί. Και μέσα σε μια στιγμή… πάτησε ένα κουμπάκι που σκότωσε χιλιάδες Μανδαρίνους, αλλά για εκείνον δεν συνέτρεχε λόγος.

Ανταλλάξαμε λόγια βαριά. Που κάθεσαι όλη μέρα στο σπίτι και αντί να γράφεις την βγάζεις στο facebook. Γιατί ξέχασα να σας πω είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο έγινε best seller… μόνο για το σόι μου που αγόρασε σχεδόν όλα τα αντίτυπα. Μην πληγωθεί ο γαμπρός τους ο συγγραφέας. Χώρια που χρειάστηκε να πληρώσω τον εκδότη για να μην πολτοποιήσουν τις ιδέες του πάλι…

Εκείνος με κατηγόρησε ότι δουλεύω πολλές ώρες, ότι δεν καταλαβαίνω τις ανάγκες του, ότι είμαι εγωίστρια και άλλα πιο βαριά.

Το κλάμα μου και η ανάγκη του σκύλου μου με έβγαλε στο πάρκο της γειτονιάς. Ο Πέτρος ο «παντρεμένος» γύριζε με μια εφημερίδα στο χέρι και τσιγάρα, πιθανόν από το περίπτερο. Είχα παρατηρήσει τις σπινθηροβόλες ματιές του μέσα στο ασανσέρ.

Πάντα το κλάμα προσελκύει έναν άνδρα και τον διώχνει επίσης, ανάλογα την περίπτωση. Τώρα με πλησίαζε. «Τι έχετε; Γιατί κλαίτε; Τι σας συμβαίνει;», έτοιμη ήμουν να του χιμήξω. «Άνδρες γουρούνια» σκεφτόμουν, αλλά τα μάτια του, το χαμόγελό του, η βραχνάδα της φωνής του με κράτησαν να τον κοιτάζω…

«Να, τίποτα, κάτι μπήκε στο μάτι μου», οι γνωστές κλισαδούρες. Θεέ μου τι έλεγα! Κι εκείνος να με κοιτά στα μάτια σαν να με σκανάρει. Διαισθάνθηκα ότι διάβαζε και την πιο μύχια σκέψη μου. «Πάντως ότι και να είναι θα περάσει...», συνέχισε, «Ελάτε πάμε για ένα καφέ εδώ πιο κάτω!»

Κουβέντα στην κουβέντα ο καφές έγινε φαγητό, μετά ήρθε το γλυκό και ξανά καφές και ούτω κάθε εξής. Μας πήρε η νύχτα να μιλάμε για τα κοινά μας ενδιαφέροντα, τον μοντελισμό, την ποίηση, το θέατρο και να σχολιάζουμε την Ματσούκα στους Βατράχους το καλοκαίρι στην Επίδαυρο. Ήταν κι αυτός εκεί!

Πάλι ο Ρούντολφ έλειπε, γιατί προτίμησε να πάει στην παρουσίαση βιβλίου στον Ιανό για το είδωλο του τον Φίλιπ Ροθ.
Αυτή η συνάντηση τυχαία επαναλήφθηκε πολλές φορές. Θα μου πείτε πάνω από δύο παύει να είναι τυχαία. Με παρακολουθούσε…

Τι να κάνουμε αν και στους τέσσερις τοίχους κλεισμένη το σουξέ μας το έχουμε! Κι αυτό μου είχε τονώσει την αυτοπεποίθησή μου. Μόνο ένα με κρατούσε. Η βέρα στο δεξί.

Με τα λόγια του… Αυτά τα λόγια του, έμοιαζαν με τα λόγια τη πλώρης του Καρκαβίτσα και έτσι έπεσε και το τελευταίο οχυρό! Οι ηθικοί μου φραγμοί!

Παιδιά, σκυλιά δεν είχαμε – εντάξει, εντάξει, πάψε Λούσι σε ακούσαμε. Παιδιά δεν είχαμε, εγώ είχα σκυλί – σου αρέσει τώρα; Οκ - το μοναδικό εμπόδιο για να ολοκληρώσουμε τον έρωτά μας ήταν η βέρα… Την βγάλαμε και οι δύο και ησυχάσαμε. Μόνο η κ. Kοκοβίκου διαμαρτυρήθηκε για λίγο, αφού με την καινούρια της Louis Vuitton το ξέχασε με τη μία.

Ο ταρανδούλης μου ούτε που το πρόσεξε. Μόνο αν κάτι τέτοιο το είχε κάνει ο Φίλιπ Ροθ. Κι ο έρωτας μου φούντωνε, πιο πολύ μέρα με τη μέρα.

«Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας εμείς τον δέσαμε με αγάπη κι αισθήματα… Τώρα θα μας καταδικάσει η κοινωνία και τους δύο μας; Εμείς θα πούμε της καρδιάς είμαστε θύματα»
Μην μου πείτε ότι δεν σας έχει τύχει, έστω να φλερτάρετε απανταχού παντρεμένες, γιατί δεν θα σας πιστέψει κανείς…

Δίναμε ραντεβού στο γνωστό παρκάκι που είμαι τώρα… Το συνθηματικό μου, αν ήταν μπροστά ο Ρούντολφ για να κλείσει το τηλέφωνο, «Δεν ακούγεσαι, δεν ακούγεσαι ξανά πάρε μαμά…» κι εκείνος «Κύριε Γενικέ…», δερβέναγα στο κεφάλι μου, συμπλήρωνα και γελούσε δήθεν με το αστείο του Γενικού.

Μέχρι που μας έπιασε ο άνδρας μου. Μην φανταστείτε επ’ αυτοφώρω και να φωνάζει «Μοιχαλίδα, θα σε κουρέψω», γιατί λόγω συγγραφικής αδείας μπορεί και να το έκανε… Αλλά έγινε κάτι πιο απλό. Ο «παντρεμένος» με πήρε τηλέφωνο. Εγώ έλεγα το συνθηματικό της άσκησης Παρμενίον κι η μαμά μου είχε καλέσει στο σταθερό και μιλούσε μαζί του.

Το μπάλωσα. Με χίλιες δικαιολογίες. Δήθεν ήταν η Φούλα από το γραφείο που έχει παρόμοιο τηλέφωνο με την μαμά και μπερδεύτηκα.

Τι γίνεται, όμως, όταν ο «παντρεμένος» βρέθηκε να απολογείται στην κυρία Κοκοβίκου γιατί ο κ. Γενικός τηλεφωνούσε στο κινητό του, ενώ βρισκόταν καλεσμένος σε πάνελ ενημερωτικής εκπομπής; Μαγνητοσκοπημένη δεν ήταν. Αποδείχθηκε από τις τηλεφωνικές επικοινωνίες.

Ακούγαμε από τον 5ο όροφο στον 3ο να σπάνε τα βάζα όλης της γνωστής κινέζικης δυναστείας των Χαν και τα κρύσταλλα Βοημίας που είχαν κουβαλήσει από το γαμήλιο ταξίδι τους. Ενώ συνοδευόταν κάθε σπάσιμο με κοσμητικά επίθετα και μαθήματα ζωολογίας, με πρωταγωνιστές τα «γουρούνια» και την κατηγορία των παχύδερμων.

Ποινή που του επιβλήθηκε; Καναπές, αφωνία μπροστά της και σαν άλλη Φιλιππινέζα έπρεπε να λέει σε όλα «Yes Madam!».
Εμένα ποινή; Φυσικά και δεν του επέβαλα του πρώην μωρού μου, της πρώην αγάπης μου. Κι αυτός κάτι σαν να ψιθύρισε, «Μήπως θα μπορούσες να ξαναφορέσεις τη βέρα σου…», αλλά το βλέμμα μου δεν του άφησε περιθώρια.

Είμαι στο παρκάκι. Η μπόρα έχει κοπάσει στις σχέσεις μας. Ο κ. Γενικός ξαναγύρισε στη ζωή μας. Τον περιμένω. Έχω να ανακοινώσω στον «παντρεμένο» ότι ήρθε η στιγμή να ενώσουμε σώματα και κρανία!

Καταφθάνει. Αγχωμένος όπως πάντα. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά μήπως τον έχει ακολουθήσει η γυναίκα του. Φοράει τα γυαλιά του. «Αγάπη μου, τι σου έχω; Έκπληξη!», λέω γεμάτη χαρά.

Όπως, σε ένα φτηνό ξενοδοχείο να τρυπώσουμε και από το βράδυ ως το πρωί να ξεφαντώσουμε. Να κάνουμε αγκαλιές και φιλιά και άλλα κόλπα ερωτικά… Εκείνος στον 7ο ουρανό, τραγουδούσε ντουέτο με Πανταζή.

Κανονίζουμε. Η δικαιολογία κλασική εικονογραφημένη: «Αγάπη μου, θα αργήσω στο γραφείο. Έχουμε πολλή δουλειά. Αν πεινάσεις φάει!»

Για μένα μαύρα γυαλιά και μαντήλι, σαν τσαντόρ για να μην με δει κανένα μάτι. Μύριζα ότι ήμουν παντρεμένη από μακριά. Εκείνος σηκωμένους γιακάδες και καμπαρντίνα. Ο Τραβόλτα που έφερνε βόλτα, μην είναι κανένας γνωστός! Κωδικό όνομα: Παπαδόπουλος. Αριθμός δωματίου 335. Εννοείται ότι μπήκαμε χωριστά.

Το φτηνό ξενοδοχείο αποδείχθηκε λιγάκι πιο ακριβό, για να μην μας δει κανένα μάτι. Σουίτα, με σαμπάνιες και φράουλες… Αλλά το άγχος μας δεν μας άφηνε να χαρούμε τη στιγμή. Στα πρώτα φιλιά ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα, αλλά το κινητό με φωνητική ειδοποίηση μας διέκοψε, «Νινί, νινί», επαναλάμβανε μια φωνή από computer.

Πίνουμε ένα ποτηράκι, έτσι για να χαλαρώσουμε… Αρχίζουμε ξανά. Φιλάκια, χαδάκι κι άλλες ζαβολιές. Χτυπάει η πόρτα. Τρομάρα που πήραμε. Έτοιμοι ήμασταν να αναφωνήσουμε, «Δεν κάναμε τίποτα… Δεν είναι αυτό που νομίζετε.»

Μια ανδρική φωνή μας ειδοποιεί, «Room service». Μα δεν παραγγείλαμε τίποτα, θα απαντήσουμε. Φεύγει. Πώς να συνεχίσουμε. Σταμάτα, ξεκίνα θα καεί η φλάτζα. Τρίτη και φαρμακερή… Ξανά το τηλέφωνο, «Νινί, νινί».

Ο ανδρικός εγωισμός που ήταν χαμηλά, πολύ χαμηλά ήταν πιο πεσμένος κι από τον Dow Jones μετά το κραχ της Wall Street.

Μαζέψαμε τα παντρεμένα κομμάτια μας και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. «Τυχερός ο άνδρας σου», μου λέει. «Αμ, η δική σου, ούτε για ένα κέρατο δεν είμαι άξια…»

Ο «παντρεμένος» είχε ξαναφορέσει τη βέρα στο δεξί. «Μήπως να το αφήσουμε…» άφησε να αιωρείται στον αέρα. Η απάντηση ήρθε από τη μουσική του ασανσέρ… «Τα λόγια είναι περιττά, την ώρα που χωρίζουμε…»

Συνεχίζεται…